- πυρετοθεραπεία
- η, Νιατρ. θεραπευτική μέθοδος με τη βοήθεια τεχνητά προκαλούμενου πυρετού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. αγγλ. pyretotherapy (< πυρετός + θεραπεία)].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
πυρετοθεραπεία — η θεραπεία αρρώστου με τεχνητό πυρετό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
σοκ — Παθητική απάντηση του οργανισμού σε διάφορες παθολογικές καταστάσεις η οποία εκδηλώνεται με σοβαρή διαταραχή της περιφερειακής κυκλοφορίας, που προκαλεί μεγάλη κατάπτωση όλων των ζωικών ικανοτήτων. Τα αίτια είναι πολλαπλά. Στην πρώτη θέση είναι… … Dictionary of Greek